ἠπίων — ἤπιος gentle fem gen pl ἤπιος gentle masc/neut gen pl ἤπιος gentle masc/fem/neut gen pl ἠπιόω feel easier imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἠπιόω feel easier imperf ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπραγωγός — ό (Α κοπραγωγός, όν) αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο,… … Dictionary of Greek
τεγκέλιος — α, ο, Ν φρ. «τεγκέλια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «τεγκέλιο» γεωλ. υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών της στη βόρεια Ευρώπη η οποία αντιπροσωπεύεται από αλλουβιακές αποθέσεις που περικλείουν απολιθώματα ασπονδύλων και σπονδυλοζώων … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Λαζαρής, Θεόδωρος — (Λιβαδειά 1882 – Αθήνα 1978). Ζωγράφος και αγιογράφος. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων αναγκάστηκε να τις διακόψει και να συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις· τελικά… … Dictionary of Greek